θοινατικός

θοινατικός
θοιν-ᾱτικός, ή, όν,
A of or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. -ητικός).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θοινατικός — θοινατικός, ή, όν (Α) [θοινώ] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • θοινητικά — θοινατικός of neut nom/voc/acc pl θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc/acc dual θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”